Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Koma πριν από το ΚΑΙ


Δημοσιεύτηκε και στο:    http://www.microstory.gr/#!koma/czmp


Περπατούσε μέσα σ’ ένα χωράφι με χρυσά στάχυα. Ήταν ξυπόλυτη.
Έστρεψε το κεφάλι δεξιά κι αριστερά. Τίποτα άλλο γύρω της, μόνο χρυσά, ώριμα στάχυα. Καθώς ο ήλιος ήταν έτοιμος να δύσει, τα έβαφε με το πιο γοητευτικό χρώμα του, ενώ το θρόισμά τους έμοιαζε σαν άμμος που γλιστρά από παλάμη… Ένα θερμό αεράκι την χάιδευε και ένα μίγμα από μυρωδιές της φύσης αιφνιδίαζαν την όσφρησή της.
Συνέχισε να περπατά και καθώς τα στάχυα τής γαργαλούσαν τις γάμπες, με το ζόρι κρατιόταν να μη γελάσει. Ξαφνικά σταμάτησε. Ήχος μουσικής άρχισε να ακούγεται από μακριά και ολοένα δυνάμωνε. Από πού προερχόταν; Έκλεισε τα μάτια για να αφουγκραστεί καλύτερα. Η μουσική ακουγόταν όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο κοντά, ώσπου σε λίγο βρέθηκε να ακούγεται μέσα στο κεφάλι της, ως να την ρούφηξαν τα αυτιά της σαν δίνη…
Μόλις άνοιξε τα μάτια η μουσική εξαφανίστηκε… Κάπου τον ήξερε αυτό το σκοπό… Ποιο τραγούδι ήταν;… Ζούληξε το μυαλό της να το βρει. Μάταια. Τελικά της ήρθε να το ονομάσει «τραγούδι αρ.3»…Αυτό έκανε όποτε δεν έβρισκε μια ονομασία ή μια λέξη που έψαχνε, ενώ ήταν σίγουρη ότι την γνωρίζει: της έδινε άλλο όνομα, μέχρι να ηρεμήσει το μυαλό της και να της την μαρτυρήσει.
Έκανε ακόμα δυο-τρία βήματα και ξανασταμάτησε. Έκλεισε τα μάτια και η μουσική επανήλθε. Χαμογέλασε. Με το που έκλεινε τα μάτια, η μουσική πεταγόταν σαν παιδί με νεροπίστολο κρυμμένο πίσω από την πόρτα.
Ένα αίσθημα ευφορίας την πλημμύρισε και άρχισε να γελάει, να γελάει δυνατά και συνεχόμενα, χωρίς να μπορεί να σταματήσει. Γελούσε, γελούσε, ώσπου πόνεσε τους μυς της και διπλώθηκε βάζοντας τα χέρια στην κοιλιά της. Συνέχισε το γέλιο ακόμα κι όταν έπεσε με φόρα στα μαλακά στάχυα και άρχισε να κυλιέται στο παχύ στρώμα που έφτιαχναν. Αφέθηκε για πολλή ώρα να απολαμβάνει το πρωτόγνωρο αυτό παιχνίδι… Όταν σταμάτησε, η νύχτα είχε πάρει τη θέση του δειλινού.  Ο ήλιος και το ζεστό αεράκι εξαφανίστηκαν, αλλά εκείνη δεν κρύωνε.
Ξαπλωμένη ανάσκελα, έβλεπε τα άστρα και το φεγγάρι και της φαίνονταν πιο φωτεινά από ποτέ. Έμεινε να τα κοιτάζει σαν υπνωτισμένη και ένιωθε τη λάμψη τους να τη διαπερνά σα ρεύμα. Ανατρίχιασε. «Πρέπει να σηκωθώ…. Να συνεχίσω…» σκέφτηκε. Όμως τα πόδια της δεν την υπάκουαν. Άξαφνα, το παχύ στρώμα από στάχυα άρχισε να κινείται… Να κινείται και να την σπρώχνει, ξαπλωμένη όπως ήταν. Την μετακινούσε προς τη μεριά της θάλασσας, που φαινόταν σε αρκετή απόσταση. Προσπάθησε να πιαστεί από κάπου, αλλά τα στάχυα ξεριζώνονταν στα χέρια της. Δοκίμασε να φωνάξει, αλλά από το στόμα της δεν έβγαινε ούτε ψίθυρος.
Η γη κάτω από τα στάχυα, ορθωνόταν σαν χωμάτινο κύμα και έσκαζε μόνο για να έρθει το επόμενο και να την σηκώσει ξανά ψηλά. Ένιωθε το σώμα της να παρασέρνεται για ώρα, με την ίδια ανήμπορη να κάνει κάτι γι’ αυτό.
Κι όμως δεν φοβόταν. Απλώς απορούσε και περίμενε.
Όταν έπεσε με φόρα στην ήρεμη και ζεστή θάλασσα και άρχισε να βυθίζεται σαν να είχε βαρίδια στα πόδια, διερωτήθηκε πού την έβρισκε τόση ψυχραιμία. Συνήθως δεν άντεχε και πολύ κάτω από το νερό… Σε λίγο όμως με έκπληξη διαπίστωσε ότι μπορούσε να αναπνέει… Άρχισε να κουνάει χέρια και πόδια, απολαμβάνοντας την άνωση και το αναζωογονητικό νερό. Το φως του φεγγαριού έφτανε και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και της φώτιζε την πορεία. Εκεί κάτω βασίλευε η απόλυτη ησυχία και γαλήνη, κάτι που της είχε λείψει.
Λίγα μέτρα πιο κάτω ήταν ένας ύφαλος με θαλάσσιες ανεμώνες, πορτοκαλί και ροζ κοράλλια και γυαλιστερά χαλίκια. Κολύμπησε προς τα εκεί και σταμάτησε για να παρατηρήσει τα κίτρινα ψάρια που παιχνίδιζαν ανάμεσα στα πλοκάμια των ανεμώνων που πήγαιναν πέρα δώθε. Ένας μικρός κάβουρας βγήκε κάτω από το βράχο και κατευθυνόταν προς το μέρος της. Δεν την φοβόντουσαν. Η παρουσία της ήταν ανεπαίσθητη γι’ αυτά… Σαν να μην ήταν εκεί…
Τα παρακολουθούσε εκστατική για ώρα, ώσπου ένιωσε μια γλυκιά ζαλάδα.
Σε λίγο όλα άρχισαν να φαίνονται θολά και κάτι της άγγιξε το πόδι. Γύρισε και είδε μια άγνωστη γυναίκα με άσπρο φόρεμα, να φωνάζει το όνομά της και να απομακρύνεται. «…Νεφέλη, Νεφέλη…»…  Κάτι την ώθησε να την ακολουθήσει. «Ναι, έρχομαι…
Μη φεύγεις, έρχομαι!...».
Κολυμπώντας προς τη γυναίκα, η αναπνοή της έγινε πιο δύσκολη. Οι κινήσεις της έγιναν ασυντόνιστες και άρχισε να χάνει τον προσανατολισμό της. Ο βυθός σκοτείνιαζε και βάθαινε, αλλά εκείνη συνέχιζε. Σε λίγο δεν έβλεπε τίποτα, η γυναίκα δεν φαινόταν πουθενά, το φως λιγόστευε. Σταμάτησε, ενώ οι χτύποι της καρδιάς της αντηχούσαν ως τα αυτιά της.
Κοίταξε προς τα πάνω. Η επιφάνεια φαινόταν σε μεγάλη απόσταση. Προσπάθησε να βάλει ώθηση για να αναδυθεί, αλλά φύκια είχαν μπερδευτεί στα πόδια της και την έζωναν σαν να ήθελαν να την τραβήξουν στον πυθμένα.  Με όση δύναμη είχε, τους ξέφυγε και προσπάθησε να  κολυμπήσει προς την επιφάνεια. «Δεν θα τα καταφέρω…» σκέφτηκε και παραδόθηκε στη μοίρα της….
Αργά-αργά το σώμα της πήγαινε προς τα πάνω. Οι αισθήσεις της είχαν μουδιάσει. Λίγο πριν λιποθυμήσει, φάνηκε ένα χέρι να μπαίνει στο νερό και να την τραβά δυνατά από τη μασχάλη. Βγαίνοντας από το νερό, αντίκρισε την Βαγγελίτσα, την παιδική της φίλη και γειτόνισσα της γιαγιάς της.
-Μα, πόση ώρα ήσουν κάτω;! Περίμενα, περίμενα… Νόμισα πνίγηκες!
Η Νεφέλη δεν ήξερε τί συνέβαινε…Τώρα ο ήλιος έλαμπε, και η ίδια βρισκόταν ξαπλωμένη σε μια κόκκινη φουσκωτή, παιδική βαρκούλα. Κάπου την είχε ξαναδεί, ήταν σίγουρη. Τα πόδια της είχαν μικρύνει, ήταν κι αυτά παιδικά. Έφερε τα χέρια μπρος στα μάτια της. Κι εκείνα το ίδιο. Κοίταξε την ανήσυχη Βαγγελίτσα. Ήταν παιδί εννιά-δέκα χρονών.
…Ήταν όπως τη θυμόταν πριν περίπου 25 χρόνια, όταν πήγαινε στο χωριό της γιαγιάς της τα καλοκαίρια!...Εκεί πέρασε τα πιο ευτυχισμένα και ξέγνοιαστα της χρόνια… Όλη μέρα με ένα μαγιό… Άλλη γεύση είχε τότε το καρπούζι, αλλιώς ζέσταινε ο ήλιος, διαφορετική ήταν η θάλασσα… Πόσες εικόνες είχε από αυτό το μέρος, πόσες αναμνήσεις …Τα πεύκα που κατέβαιναν σχεδόν ως την αμμουδιά, το παλιό εργοστάσιο κοντά στην παραλία, η παιδική χαρά στο ύψωμα του λόφου απ’ όπου μπορούσες να δεις όλο το χωριό, η μυρωδιά των ευκαλύπτων, ο επιβαλλόμενος μεσημεριανός ύπνος, τα μεγαλύτερα ξαδέρφια της που έφευγαν τη νύχτα από το παράθυρο για να πάνε για χορό, τα γέλια των φίλων της που έπαιζαν παρέα μέχρι να βραδιάσει, η Βαγγελίτσα με την οποία έφευγαν πρωί από το σπίτι για θάλασσα και επέστρεφαν μετά από ώρες, η αίσθηση του στεγνωμένου αλατιού στο ηλιοκαμένο της κορμάκι…Το αυτοκίνητο του παππού με τα δερμάτινα καθίσματα, στο οποίο στοιβάζονταν 8 άτομα για να πάνε εκδρομή, η μυρωδιά του τσιγάρου του που τη ζάλιζε, η γιαγιά που της έλεγε ευφάνταστες ιστορίες με πριγκίπισσες και νεράιδες για να κοιμηθεί… Συχνά αναπολούσε εκείνα τα καλοκαίρια με νοσταλγία, με λατρεία…Πάει καιρός που ο παππούς κι η γιαγιά της είχαν πεθάνει…
Και τώρα; Τώρα βρισκόταν στην πλαστική βαρκούλα των ανέμελων της χρόνων με την αγαπημένη της φίλη… Κι ήταν παιδί και πάλι παιδί!
Ανακάθισε και αγκάλιασε την Βαγγελίτσα. Σφικτά. Πολύ σφικτά μάλλον γιατί εκείνη μετά από λίγο πάσχιζε να της ξεφύγει.
-Νεφέλη σάλεψες;!...Άντε, νομίζω σαν πολύ ήλιο να φάγαμε σήμερα στο κεφάλι!....Πάμε σπίτι;
-..Σπίτι;….
-Ναι… Δεν θες;
-…Θέλω…Θέλω! ΘΕΛΩ!!!
-…Καλά ντε!...Άντε, πάμε...Τελικά άμα μένεις πολλή ώρα κάτω από νερό, κάτι παθαίνει το μυαλό σου….
Χαμογελώντας η Βαγγελίτσα έδωσε το άσπρο κουπί στην Νεφέλη και την παρότρυνε με το κεφάλι να το χρησιμοποιήσει…Η Νεφέλη υπάκουσε, καθώς η ψυχή της φτερούγιζε σαν τους γλάρους που πετούσαν από πάνω τους.
Σε λίγο έφτασαν στην ακτή. Η Βαγγελίτσα τη βοήθησε να μαζέψει τα λιγοστά πράγματά της, μια πετσέτα και ένα ζευγάρι ροζ σαγιονάρες, πήραν παραμάσχαλα βάρκα και κουπιά και ξεκίνησαν…Η διαδρομή γνωστή.
Τα πόδια της την πήγαιναν από μόνα τους.
Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της: «Πάω σπίτι…Στη γιαγιά…Τί θα έχει μαγειρέψει άραγε;…Ότι και να’ ναι πάντως, θα το καταβροχθίσω, ως συνήθως!»…Στρίβοντας στη γωνιά πριν φθάσουν στα σπίτια τους, εισέβαλε στα ρουθούνια της η μυρωδιά του φρεσκοαλεσμένου καφέ, από το μαγαζάκι της γειτονιάς. Κοντοστάθηκε, έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Η Βαγγελίτσα σταμάτησε κι αυτή.
-Ε, τι έπαθες;…Νεφέλη;
-…Ο καφές…Τώρα τον αλέθουν.
-Ναι;..Και;…Τί;…Άντε, έλα πάμε!
Όταν έφτασαν έξω από τα σπίτια τους, η Βαγγελίτσα, της είπε:
-Θα βρεθούμε το απόγευμα στην πλατεία, έτσι;…
-…Ναι…Στην πλατεία με τους άλλους! Σίγουρα, ναι!
-Γεια σου!
-Γεια!
Και αγκαλιάζοντάς την, φίλησε την έκπληκτη φίλη της και στα 2 μάγουλα.
Έμεινε μόνη. Ο δροσερός αέρας αγκάλιαζε το κορμί της με το βρεγμένο μαγιώ και της προκαλούσε ανατριχίλα. Η μυρωδιά του φρεσκοαλεσμένου καφέ ανακατευόταν περίτεχνα με την ευωδιά των λεμονανθών και την μυρωδιά των  «γεμιστών» που είχε μαγειρέψει η γιαγιά της. Όλα τής ήταν τόσο οικεία, σαν να μην είχε περάσει μέρα από τότε…
Στεκόταν έξω από την πρόσοψη του σπιτιού. Η ξύλινη πόρτα της εισόδου ήταν πράσινη, με τζάμι στο άνω μέρος που το προστάτευε ένα περίτεχνο μολυβί μεταλλικό κιγκλίδωμα. Σ’ αυτήν οδηγούσαν τρία σκαλιά από μπετόν. Δεξιά κι αριστερά της δύο παράθυρα, με ξύλινες, πράσινες περσίδες. Κλειστά και τα δύο. Από μέσα ακούγονταν φωνές. Πιο αριστερά, μια πιο μικρή, ξύλινη πόρτα, που οδηγούσε στο κήπο. «Από’ κει έμπαινα…». Προχώρησε και την άνοιξε.
Οι φωνές και τα γέλια δυνάμωσαν. Πλησίασε. Ο παππούς της, όπως πάντα χωρίς μπλούζα τα καλοκαίρια, να καπνίζει ως συνήθως, να μιλάει με ενθουσιασμό και να κάνει χειρονομίες. Καθόταν στο υπαίθριο κρεβάτι που είχε τοποθετήσει κάτω από τη λεμονιά. Εκεί κοιμόταν τις ζεστές νύχτες και τα ροχαλητά του ακούγονταν ως τη γωνία…Η γιαγιά της έστρωνε τραπέζι στη μέση της χωμάτινης, γεμάτης με γλάστρες αυλής και του έλεγε: «…Φτάνει μ’ εκείνο τον καρκινοσωλήνα!... Άμα πεθάνεις, θα σου βάλω ένα τσιγάρο στο στόμα, μη σου λείψει στον άλλο κόσμο!...». Εκείνος γελούσε,  με την τεράστια κοιλιά του να ανεβοκατεβαίνει. Λίγο πιο πέρα ο πατέρας της, νέος! Θα’ ταν δε θα’ ταν 35 χρόνων. Μόλις είχε βγει από το σπίτι κρατώντας δυο μπύρες. Είχε κορμοστασιά αρχαίου Θεού και μουστάκι ήρωα της Επανάστασης του ’21. Η μητέρα της έκοβε σαλάτα με το μίνι εμπριμέ φουστανάκι που ήταν της μόδας τότε και τα μακριά καστανά μαλλιά της ήταν λυτά. Τα καταπράσινα μάτια της φαίνονταν πιο όμορφα με φόντο το ηλιοκαμένο της δέρμα. Ήταν και η νονά της εκεί, η γυναίκα του θείου της. Κεντούσε κάτι ως συνήθως, ενώ τα ξαδέρφια της έπαιζαν σκάκι δίπλα της…Ξαφνικά, άκουσε μέσα από το σπίτι τη φωνή του νονού της…Πάγωσε…Πριν ένα χρόνο είχε πεθάνει από καρκίνο…Σε λίγο τον είδε να βγαίνει έξω γελώντας και να λέει στο αδερφό του: «Καλά ρε, μόνο για’ σένα και τον πατέρα έφερες μπύρες;…»…Έμεινε να τον κοιτάζει και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Ήθελε να πάει κοντά του, να τον αγκαλιάσει, να τον φιλήσει!...Όταν βρήκε τη δύναμη να κουνηθεί, έκανε 2 βήματα και μετά σταμάτησε, σαν κάτι να μπήκε μπροστά της. Φώναξε «Εδώ είμαι!...Δεν με βλέπετε;!...», αλλά κανένας δεν ανταποκρίθηκε…
Σαν να ήταν μέσα σε μια αόρατη σφαίρα κλεισμένη, άρχισε να αιωρείται, να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά. Έκλαιγε απελπισμένα…Το σπίτι της γιαγιάς της φαινόταν από αρκετή απόσταση, όταν ο παππούς, η γιαγιά και ο νονός της έστρεψαν τα πρόσωπά τους καταπάνω της και την χαιρέτισαν χαμογελώντας… Τους χαιρέτισε πίσω μουδιασμένα, μην ξέροντας τί άλλο να περιμένει…Όλα φαίνονταν τόσο μικρά από’ κει πάνω και η ίδια αισθανόταν τόσο αβοήθητη…
Σε λίγο η σφαίρα άρχισε να ταρακουνιέται και ένας ήχος σαν συναγερμός άρχισε ν’ ακούγεται…Το οξυγόνο λιγόστευε, δεν έβλεπε καθαρά…Σαν να άκουγε ανθρώπους να μιλούν, σαν να άκουγε το όνομά της…Κάτι σκιές φαίνονταν να περπατούν από πάνω της και μετά πάλι το «τραγούδι αρ.3» που είχε ακούσει στο χωράφι με τα στάχυα. Γαλήνεψε και αφέθηκε…
Όταν η θολούρα ξεκαθάρισε, είδε ότι βρισκόταν μέσα σε ένα αεροπλάνο. Καθόταν κοντά στο παράθυρο. Ήταν χαράματα, μπορούσε να το καταλάβει από το άγουρο χρώμα του ήλιου που χάιδευε τα αφράτα σύννεφα.
Γύρισε το βλέμμα στη διπλανή θέση. Εκεί κοιμόταν μια γυναίκα με γνωστή φυσιογνωμία, αλλά δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της καθαρά γιατί τα μαλλιά της το έκρυβαν…Η περιέργειά της την ωθούσε να της τα κάνει πέρα για να μπορέσει να δει ποια ήταν, αλλά συγκρατήθηκε…
Μετά έστρεψε το βλέμμα στον εαυτό της, για να δει τι φορούσε: σκούρο μπλε τζην παντελόνι, μαύρα μποτάκια, μια μαύρη μπλούζα με μια κόκκινη γάτα… «Αυτή την μπλούζα έχει να την βάλω από τον καιρό που ήμουν φοιτήτρια…» σκέφτηκε. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τον συνειρμό της, όταν η κοπέλα δίπλα ξύπνησε και τεντώθηκε, χτυπώντας τη λίγο με τον αγκώνα.
-Ωχ, συγγνώμη Νεφέλη μου!...Κοντεύουμε να φτάσουμε ή ακόμα;…
Ήταν η Ναταλί! Η συμμαθήτρια, συμφοιτήτρια, συγκάτοικος και κουμπάρα της, που πρέπει να ήταν τώρα γύρω στα 18…Έμεινε έκθαμβη να την κοιτάζει…Η Ναταλί την ρώτησε ανήσυχη;
- …Τί;…Τί’ ναι; Πασαλείφτηκε η μάσκαρα;…Τα μαλλιά μου πετάγονται;…
- Όχι, τί-τίποτα, μια χαρά είσαι…Να κι εγώ τώρα ξύπνησα και…
-…και έφαγες την αγκωνιά… Σόρι!
-Όχι, εντάξει, μην το σκέφτεσαι…
-…Ρε, το πιστεύεις;…Σε λίγο θα είμαστε Θεσσαλονίκη! Είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει!
-Εμένα μου λες…
-…Τέλεια θα περάσουμε! Πέντε χρόνια μαζί στο Πολυτεχνείο!...Θέλω να φωνάξω από τη χαρά μου!...
Έβλεπε την φίλη της αναψοκοκκινισμένη από ενθουσιασμό και αισθανόταν πολύ παράξενα που η ίδια ήξερε ακριβώς το τί επακολούθησε μετά το αεροπορικό τους ταξίδι. Ήξερε ότι συγκατοίκησαν για 5,5 χρόνια, ότι μετακόμισαν 2 φορές, ότι ερωτεύτηκαν, πληγώθηκαν, ξαναερωτεύτηκαν…
Ότι μαζί μέθυσαν, κάπνισαν, ξενύχτησαν, περπάτησαν, έκλαψαν, χόρεψαν, τραγούδησαν, τσακώθηκαν, δούλεψαν, γνώρισαν κόσμο και κοσμάκη, έκαναν την διπλωματική τους ξενυχτώντας και ότι στο πτυχίο τους έγραφε ΛΙΑΝ ΚΑΛΩΣ…
Η Ναταλί ξανάκλεισε τα μάτια με ζωγραφισμένο ένα πλατύ χαμόγελο ως τα αυτιά και είπε: «Άντε, άμα φτάσουμε με ξυπνάς!».
Η Νεφέλη γύρισε το κεφάλι προς το παράθυρο και είδε την αντανάκλασή της στο τζάμι…Αν ήταν Σεπτέμβρης, είχε κλείσει τα 18 πριν 2 μήνες. Το πρόσωπό της ήταν αρυτίδωτο, καθαρό, τα μαλλιά της κοντά και καστανά, φορούσε 3 σκουλαρίκια, 2 στο δεξί και 1 στο αριστερό αυτί και το βλέμμα της ήταν αθώο…Έκλεισε κι εκείνη τα μάτια για λίγο, ώσπου ακούστηκε το «τραγούδι αρ.3» από τα ηχεία του αεροπλάνου…Όταν τα άνοιξε, η Ναταλί έλειπε από δίπλα της και στη θέση της καθόταν ένας άγνωστος. Φορούσε άσπρα ρούχα και την κοίταζε. Μια αεροσυνοδός, που φορούσε κι αυτή άσπρα, την πλησίασε και της είπε ότι έπρεπε να φορέσει τη μάσκα οξυγόνου που είχε κρεμαστεί μπροστά της. Αρνήθηκε, αλλά η αεροσυνοδός και ο άγνωστος την ακινητοποίησαν και της την φόρεσαν με το ζόρι. Ένιωθε να πνίγεται, προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά οι άλλοι την κρατούσαν. Σε λίγο λιποθύμησε.
Όταν συνήλθε, βρέθηκε ξαπλωμένη στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου. Η μυρωδιά του της ήταν γνωστή, όπως και η θαλπωρή που ένιωθε. Στην αγκαλιά της κοιμόταν ένα κοριτσάκι. Έπιασε το πρόσωπό του και το γύρισε πάνω της. Ήταν η μικρή της αδελφή, στην ηλικία των πέντε!
Παιδιά όταν ήταν, συνήθιζαν να τρυπώνουν στο αυτοκίνητο του πατέρα τους τις ηλιόλουστες χειμωνιάτικες μέρες και να ζεσταίνονται με τη θερμότητα που είχε αποθηκευτεί στο εσωτερικό του…Φαντάζονταν ότι ήταν μέσα σε διαστημόπλοια, αεροπλάνα, πλοία, ότι πολεμούσαν με εξωγήινους, δράκους, πειρατές…Γελούσαν μέχρι δακρύων και κουρασμένες κοιμόντουσαν αγκαλιά. Σαν και τώρα…Δεν της έκανε καρδιά να την ξυπνήσει…Την αγαπούσε τόσο πολύ. Την περνούσε 7 χρόνια και πάντα την έβλεπε προστατευτικά. Γύρισε το βλέμμα προς το καθρεφτάκι του οδηγού: ο γνωστός κύβος του Ρούμπικ κρεμασμένος…Έμεινε να τον παρατηρεί σαν υπνωτισμένη. Σε λίγο άρχισε να έχει την εντύπωση ότι τα τετράγωνα του μεγάλωναν. Μεγάλωναν ολοένα και περισσότερο…Ο κύβος μεγάλωνε, θέριευε, ώσπου την έκλεισε μέσα του. Τώρα βρισκόταν ξαπλωμένη μέσα σ’ ένα κλειστό δωμάτιο, του οποίου οι τοίχοι χωρίζονταν σε τετράγωνα που άλλαζαν συνέχεια χρώματα. Μόνο ο τοίχος που ήταν απέναντί στης ήταν ολόασπρος. Σηκώθηκε και άρχισε να περπατά πάνω στα τετράγωνα. Ήταν ξυπόλητη και φορούσε μια άσπρη ρόμπα. Ακούγονταν ομιλίες από κάπου, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει από πού. Δεν φοβόταν, μόνο απορούσε…Σε λίγο τα τετράγωνα σταμάτησαν να αλλάζουν και ο άσπρος τοίχος φωτίστηκε σαν οθόνη.
Εκεί άρχισαν να προβάλλονται σκηνές από τη ζωή της, ακριβώς σαν ταινία:
η γέννησή και το πρώτο της κλάμα, τα πρώτα της βήματα, η πρώτη μέρα στο σχολείο, οι πρώτες της φίλες, οι γονείς της, η αδελφή της, ο πρώτος της έρωτας, το πρώτο της φιλί, το πρώτο τσιγάρο, η πρώτη φορά που έκανε έρωτα, ο γάμος της, τα παιδιά της…
…Τα παιδιά της!...Πού είναι τα παιδιά της;…Όλα της τα κύτταρα, σαν να ξύπνησαν από λήθαργο και άρχισαν συγχρονισμένα να τα αποζητούν. Οι ομιλίες που άκουγε γίνονταν όλο και πιο δυνατές, το  «τραγούδι αρ.3» δυνάμωνε ολοένα και η οθόνη σταμάτησε να προβάλει εικόνες. Ξαφνικά αισθάνθηκε κάτι να την τραβάει και να την πηγαίνει προς τον τοίχο, ώσπου αυτός την κατάπιε… Όλα σταμάτησαν. Βαθύ σκοτάδι. Άκουγε μόνο την καρδιά της…Ησυχία και σε λίγο μια φωνή: «δεν είναι ώρα ακόμα». Μετά, ένα εκτυφλωτικό φως και φασαρία…Ήταν ξαπλωμένη σε κρεβάτι νοσοκομείου.
Ο άντρας της ήταν δίπλα της και της κρατούσε το χέρι. Τα πόδια της ανοιχτά.
Η κοιλιά της ήταν διογκωμένη και σκληρή. Από ένα μόνιτορ ακουγόταν ο χτύπος μιας καρδιάς…Καθώς ήταν ανάσκελα, ένα κύμα πίεσης και πόνου τη χτύπησε. Τινάχτηκε και της ήρθε να ουρλιάξει. Συγκρατήθηκε, ενώ ένιωθε τα κόκκαλα της να διαστέλλονται. Όλα τα νεύρα του κορμιού της συγκεντρώνονταν στη μήτρα της, που συσπόταν τόσο επώδυνα, σαν να και κάποιος είχε βάλει το χέρι του στο εσωτερικό της και τράβαγε τα τοιχώματα…
Ένιωθε ότι θέλει να ξαπλώσει, να χαλαρώσει, αλλά της φώναζαν: «Σπρώξε, σπρώξε όσο πιο δυνατά μπορείς!!!...»…Πονούσε αφόρητα, αλλά έσπρωχνε. Έσφιγγε τα δόντια και ένιωθε ότι οι βολβοί των ματιών της θα πεταχτούν έξω. Χέρια και πόδια δεν αισθανόταν. Όλο της το σώμα είχε γίνει μια άμορφη μάζα με πυρήνα την κοιλιά της. Έσπρωχνε με όλη της τη δύναμη, χωρίς ανάσα, μέχρι που ο αέρας σχεδόν τελείωνε…
Σε λίγο ακούστηκε το κλάμα ενός μωρού. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε το τί συμβαίνει…Ήταν το κλάμα του παιδιού της. Είχε ξαναζήσει τον πρώτο της τοκετό…Έγειρε πίσω στο στρώμα σαν να έπεφτε από ύψος 10 μέτρων…
Τώρα ένα κύμα συναισθημάτων ήρθε καταπάνω της: συγκίνηση, ανακούφιση, ευτυχία, πλήρωση, ανησυχία…
«…Να τον δω, δώστε μου να τον δω!»…
Τον είδε μόνο για μια στιγμή και πρόλαβε να χαμογελάσει πριν αρχίσει να αισθάνεται ότι το στρώμα που ξάπλωνε άρχισε να διαλύεται και να μετατρέπεται σε ζεστή, γαργαλιστική άμμο. Δυνατός αέρας φύσαγε και η άμμος σκορπιζόταν παντού, έμπαινε στα μάτια της…Όταν το κακό κόπασε, βρέθηκε να κάθεται σε μια αμμουδιά. Φορούσε ένα μαύρο μπικίνι και δίπλα της ήταν μια τσάντα παραλίας. Η θάλασσα φαινόταν λίγο πιο κάτω, ανήσυχη και εκτυφλωτική, καθώς ο ήλιος έπαιζε με τα κύματα. Ξάπλωσε μπρούμυτα και το σώμα της απορροφούσε τη ζέστη με ευχαρίστηση. Της ήρθε να αποκοιμηθεί, αλλά μια φωνή διέκοψε την ησυχία: «Νεφέλη, να σου φέρω κάτι παγωμένο;».
Τινάχτηκε σαν ελατήριο και γύρισε προς τη φωνή. Ήταν ο άντρας της, ο Γιάννης, νεότερος κατά τουλάχιστον 15 χρόνια…Όπως τον καιρό που είχαν πρωτογνωριστεί.
-…Θες κάτι να σου φέρω; Θα πάω στο μπαρ.
-…Όχι, όχι, ευχαριστώ.
- Δεν δίψασες; Έχει τόση ώρα που κάθεσαι στον ήλιο.
-…Όχι, εντάξει…
Η Νεφέλη ήταν σαστισμένη. Έβλεπε τον Γιάννη να απομακρύνεται και προσπαθούσε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.
-…Νεφέλη, τα μαζεύουμε σιγά-σιγά;
Η φωνή ακουγόταν από δίπλα της. Γύρισε και ήταν πάλι ο Γιάννης! Τον έβλεπε να απομακρύνεται προς το μπαρ και ταυτόχρονα ήταν δίπλα της και την κοιτούσε.
-…Νεφέλη, σ’ αγαπώ, μη φεύγεις!
Αυτή τη φορά τον ένιωθε να την αγκαλιάζει, να την φιλά και τα δάκρυά του να τρέχουν στο μάγουλό της. Είχε ακινητοποιηθεί.
-…Νεφέλη, θυμάσαι αυτό το τραγούδι;
Η φωνή του Γιάννη τώρα ακουγόταν από άγνωστη κατεύθυνση. Το «τραγούδι αρ.3» ξανακουγόταν…Πήγε να του απαντήσει, αλλά δεν μπορούσε να ανοίξει το στόμα της. Αφέθηκε στην αγκαλιά του και έκλεισε τα μάτια. Στα αυτιά της τώρα ηχούσε το τραγούδι, ανακατεμένο με ένα παράξενο, υπόκωφο βουητό. Σε λίγο το βουητό κάλυψε τη μουσική και η παρουσία του Γιάννη εξαφανίστηκε. Αποφάσισε να ανοίξει τα μάτια όταν το βουητό σταμάτησε.
Μπροστά της υπήρχαν δέντρα που τα διαπερνούσε το φως του δύοντος ήλιου, δίνοντας στο όλο σκηνικό μια μυστηριακή ατμόσφαιρα. Ένιωθε να κυλάει με ταχύτητα, όταν συνειδητοποίησε ότι στα πόδια της φορούσε τα πατίνια της. Από μακριά φαίνονταν δύο μικρά παιδιά σε ποδήλατα, τα οποία ήξερε τόσο καλά. Ήταν οι γιοι της!
-Μαμά, άντε, έλα!
-Έρχομαι! Περιμένετε, έρχομαι!
Ένιωθε ελεύθερη, ανάλαφρη…Πάντα όταν έτρεχε με τους γιους της πάνω σε  πατίνια και ποδήλατα, μέσα σε πάρκα ή παραλιακούς, αισθανόταν την απόλυτη ευτυχία…Ο αέρας της έπαιρνε τα μαλλιά, ενώ η μυρωδιά των βρεγμένων φύλλων και η γύρη των πεύκων εισέβαλλαν στη μύτη της.
-Παιδιά, πιο σιγά!...Θα σας χάσω!
Τα αγόρια σταμάτησαν λίγο και την περίμεναν. Έβαλε όλη της τη δύναμη να τα φτάσει. Αυτά ξαναξεκίνησαν και απομακρύνθηκαν.
-Μαμά, μη φεύγεις!
-Εσείς, μη φεύγετε! Εγώ έρχομαι! Σταθείτε!
Στην προσπάθειά της να τα φτάσει, σκόνταψε και βγήκε από το ασφαλτοστρωμένο μονοπάτι. Προχώρησε προσπαθώντας να βρει την ισορροπία της, αλλά η φόρα της ήταν τόσο μεγάλη, που μπέρδεψε τα πόδια της, ξανασκόνταψε και έπεσε με το κεφάλι κάτω. Βρέθηκε ξαπλωμένη ανάσκελα, νιώθοντας ένα ζεστό υγρό να τρέχει στο μέτωπό της. Το άγγιξε και μετά έφερε το χέρι μπροστά στα μάτια της. Είδε το κατακόκκινο χρώμα του
 και μετά όλα άρχισαν να γυρίζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
…Ένιωθε χέρια να την αγγίζουν, χείλη να την φιλούν, άκουγε ομιλίες και λυγμούς και κάτι να την έλκει σαν μαγνήτης και να την σηκώνει ψηλά στον αέρα…Σε λίγο, δεν είχε βάρος, είχε γίνει ολόκληρη μια σκέψη…Πήγαινε ολοένα προς τα πάνω, οι ήχοι απομακρύνονταν, έσβηναν.
Ένα φως ήρθε να την κατακλύσει και μια ζεστή αύρα πλημμύρισε τον αέρα…Μια φωνή μέσα της, της έλεγε: «Μην αφήνεσαι! Αντιστάσου!»…
Την υπάκουσε και προσπάθησε να κουνηθεί…Τίποτα…Να ανοίξει τα μάτια…Μάταια…Το «τραγούδι αρ.3» ξανάρχισε…
«…Το ξέρω αυτό το τραγούδι!...Ο Γιάννης με περιμένει, τα παιδιά μου!....Δεν θέλω τώρα!!!...», σκέφτηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής της…Η έλξη που την παρέσυρε, σταμάτησε. Ένιωθε να πέφτει, ώσπου ένιωσε ότι η ράχη της ακουμπούσε κάπου. Το φως ήταν ακόμα εκεί, αν και κάπως διαφορετικό, οι ψίθυροι ακούγονταν από πολύ κοντά της τώρα, η μουσική το ίδιο. Επιχείρησε και πάλι να ανοίξει τα μάτια. Τα κατάφερε. Οι ψίθυροι και οι λυγμοί σταμάτησαν απότομα, αλλά οι νότες όχι. «Την ξέρω αυτή τη μελωδία … Ναι… Τώρα τη θυμάμαι…».
 Ήταν το τραγούδι τους. Εκείνης και του Γιάννη. Το τραγούδι που χόρευαν σφιχταγκαλιασμένοι μόλις γνωρίστηκαν, το τραγούδι που χόρευαν στο σκοτάδι όταν έβαζαν τα παιδιά για ύπνο…Χαμογέλασε.
Σε λίγο, το πρόσωπο του Γιάννη, δακρυσμένο και χλωμό, εμφανίστηκε μπροστά της…Στο βλέμμα του μπορούσε να διακρίνει την αγάπη και την ανακούφιση.
-…Νεφέλη;…
Άνοιξε το στόμα να μιλήσει…Της είχε τελειώσει το σάλιο.
-…Γιάννη…Τί γίνεται;…
Το ψύχραιμο, αλλά ταλαιπωρημένο πρόσωπο της μητέρας της εμφανίστηκε τώρα. Της χαμογελούσε, καθώς ο Γιάννης έπνιγε ένα λυγμό.
Η Νεφέλη γύρισε το κεφάλι και είδε πίσω από την μητέρα της την αδερφή της να έχει αγκαλιά τους γιους της, που την έβλεπαν σαστισμένοι. Ο πατέρας της στεκόταν παραδίπλα, πιο γερασμένος απ’ ότι τον θυμόταν. Όλοι φαίνονταν αδυνατισμένοι και με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Κανείς δεν μιλούσε, σχεδόν δεν ανάσαιναν….Εκείνη, δεν ήξερε αν όλο αυτό ήταν αληθινό, ή αν έκλεινε τα μάτια θα μεταφερόταν κάπου αλλού και πάλι. Το έπραξε για να σιγουρευτεί….Τίποτα δεν έγινε. Όταν τα ξανάνοιξε, είδε ακριβώς τα ίδια πρόσωπα, στα ίδια σημεία. Μόνο τα βλέφαρά τους κινούνταν.
Ξαφνικά άκουσε βήματα και τη μουσική να σταματά. Μια φωνή ακούστηκε σχεδόν ψιθυριστά: «…Παρακαλώ περάστε για λίγο έξω…Καταλαβαίνω τη συγκίνησή σας, αλλά είναι σημαντικό να μείνει ήρεμη…Θα είναι εντάξει…Φτάνει που ξύπνησε…Παρακαλώ…Σε λίγο θα σας φωνάξω να έρθετε ξανά μέσα…». Η μητέρα της τη φίλησε στο μέτωπο, ενώ ο Γιάννης την έπιανε να φύγουν. Οι υπόλοιποι σιγά-σιγά απομακρύνονταν, κλαίγοντας σιγά και αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλο.
Η γυναίκα πλησίασε, στάθηκε για λίγο από πάνω της και της χάιδεψε το κεφάλι.
«Κάπου σας ξέρω» είπε η Νεφέλη, καθώς  συνειδητοποιούσε ότι ήταν μία νοσοκόμα. «Μπορεί καλή μου...» Της απάντησε εκείνη χαμογελώντας, καθώς της έβγαζε τα καλώδια από το στήθος. Όταν σταμάτησε ο χτύπος της καρδιάς της να ακούγεται από το μόνιτορ, γύρισε και είδε τα μηχανήματα που ήταν δίπλα της.
-…Τί έγινε;…Γιατί με έφεραν εδώ;…
-…Ηρέμησε καλή μου. Θα σου τα πω όλα. Περίμενε λίγο να σε δει ο γιατρός και θα τα μάθεις όλα. Μόνο κάνε μου μια χάρη: μη βιάζεσαι…
-…Σε παρακαλώ, πρέπει να ξέρω…Πες μου μόνο κάτι για να καταλάβω: γιατί είμαι σε νοσοκομείο; Έχω κάτι;
-Τώρα όχι…Το κακό πέρασε. Είσαι όμως αδύναμη και ευάλωτη ακόμα.
-…Το κακό; Ποιο κακό;
-…Μην ταράζεσαι, σε παρακαλώ…
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα σχεδόν τρέχοντας, ο γιατρός.
- …Ξύπνησε τελείως;…
-  Ναι γιατρέ.
-Την αποσυνδέσατε κιόλας;
Την πλησίασε και στάθηκε από πάνω της. Πήρε τον καρπό της και άρχισε να μετρά το σφυγμό της κοιτώντας το ρολόι του.
-…Ναι γιατρέ, οι σφυγμοί της επανήλθαν λίγα λεπτά πριν ξυπνήσει.
Ο γιατρός σταμάτησε να κοιτάει το ρολόι του και φέρνοντας το χέρι της στο στόμα του, της το φίλησε ευγενικά και της είπε χαμογελώντας.
-…Είσαι η προσωποποίηση του θαύματος!
-…Γιατρέ, σας παρακαλώ, πέστε μου, τί έγινε;
-…Νεφέλη, ήσουν σε κώμα…
-…Σε κώμα;!
-…Ναι…
-…Mα… Πώς;… Για πόσο;…
- …Νεφέλη, ένα βήμα κάθε φορά, σε παρακαλώ. Είναι βασικό να είσαι ήρεμη για να μπορέσεις να επανέλθεις γρήγορα. …Σιγά σιγά θα τα μάθεις όλα…
-…Γιατρέ, υπάρχει πιθανότητα να είχα ξαναξυπνήσει;… Εσείς και η νοσοκόμα μου φαίνεστε γνωστοί.
- Πιθανώς…Οι ασθενείς συνήθως συνέρχονται από το κώμα πολύ βαθμιαία…Η πρόοδος γίνεται με αργά βήματα που απαιτούν χρόνο…Γι’ αυτό είναι σημαντικό να λαμβάνεις μικρής έντασης ερεθίσματα, για να μην σου προκαλέσουν σύγχυση….Δεν σε φοβάμαι όμως εσένα, είσαι παλληκάρι!
-…Ναι…
-…Θα σε αφήσω να ηρεμήσεις τώρα. Αν θες κάτι, πάτα το κουμπί που είναι εδώ και θα έρθει μια αδερφή. Σε λίγο θα αφήσουμε έναν-έναν τους συγγενείς σου να μπαίνουν μέσα για μερικά λεπτά…
-…Ότι πείτε…Μπορείτε να μου κάνετε μια χάρη;
-Σε ακούω.
-Καθώς θα βγαίνετε, βάλτε το τραγούδι με αριθμό τρία, από το cd που έχει μέσα σας παρακαλώ!..
-…Εντάξει…Θα τα ξαναπούμε μετά…
-Ευχαριστώ…
Ο γιατρός έκανε αυτό που του είπε. Καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα, έκλεινε και η Νεφέλη τα μάτια απολαμβάνοντας τους πρώτους στίχους του «τραγουδιού αρ.3», του οποίου ο τίτλος τώρα είχε αποκατασταθεί: «Fields of Gold» (Sting).
You’ ll remember me when the west wind moves, upon the fields of barley, you’ ll forget the sun in his jealous sky, as we walk in fields of gold…..
(Αν θέλετε να το ακούσετε μαζί της, πατήστε στον σύνδεσμο: http://www.youtube.com/watch?v=sUv7pZxwST0 )

Ισμήνη Παφίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου