Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

ΦΑΚΕΣ ΜΕ ΓΙΑΟΥΡΤΙ

Δημοσιεύτηκε και στο http://www.microstory.gr/#!fakes-me-giaourti/c1ez

…Δεν της άρεσαν οι φακές… Τις έφτιαχνε για τον άντρα της, που επέμενε να τις τρώνε κάθε Τετάρτη και σύμφωνα πάντα με τη συνταγή που της είχε δώσει η πεθερά της…
Τις μαγείρευε λοιπόν για εκείνον. Και τί καταλάβαινε; Χώρια τρώγανε…Μια καλή κουβέντα για την μαγειρική της ποτέ δεν της είπε. Κι όταν τον ρωτούσε αν του άρεσαν, έπαιρνε ένα νερόβραστο  «μμ…» για απάντηση.
…Έτρωγε μόνη της καθισμένη στο κόκκινο τραπέζι της κουζίνας, ενώ εκείνος έπαιζε παιχνίδια στον υπολογιστή, στο καθιστικό. «Η ζωή μας όλη από δωμάτιο σε δωμάτιο…Και συνήθως σε διαφορετικά ο καθένας…» σκέφτηκε και ένιωσε τη μελαγχολία του καλοκαιριού να την κυριεύει. Γέμιζε το μισό κουτάλι της με φακές, το άλλο μισό με γιαούρτι και το έβαζε απρόθυμα στο στόμα. Ζεστές οι φακές, κρύο το γιαούρτι… Μειδίασε. «…Όπως εμάς: ζεστή και αισιόδοξη εγώ, κρύος και ξινός εκείνος…Πώς ξεγελάστηκα έτσι ρε;…» αναρωτήθηκε και κοίταξε το είδωλό της στη γυάλινη πόρτα του εντοιχισμένου φούρνου απέναντί της.
Το κουτάλι έμεινε μετέωρο για λίγο, όσο της πήρε να ταξιδέψει στις ρυτίδες του προσώπου της. «Θα γίνω γριά και δεν θα το πάρω πρέφα…»  σκέφτηκε. «Θα γίνω γριά και άσχημη και δεν θα με θέλει κανείς…» συνέχισε μιλώντας στον εαυτό της.
Έριξε το κουτάλι στο πιάτο με θόρυβο και σηκώθηκε απότομα. Πήγε στο υπνοδωμάτιο, κατέβασε την πράσινη βαλίτσα που ήταν πάνω από την ντουλάπα, την έριξε στο κρεβάτι, άνοιξε συρτάρια και ερμάρια και τη γέμισε βιαστικά και άτσαλα.
Όταν πέρασε από μπροστά του σέρνοντας την παραγεμισμένη αποσκευή, εκείνος την κοίταξε με την άκρη του ματιού του για κλάσματα δευτερολέπτου.
-…Πού πας;
-…Όπου θέλω…
-…Στο καλό…
Κατέβηκε με το ασανσέρ στον υπόστεγο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας, μπήκε στο αυτοκίνητο και βγήκε στο δρόμο. «…Πού πας αλήθεια;…» ρώτησε τον εαυτό της. «…Πού να πάω;…Στο νησί!... Θα επιστρέψω στο νησί κι ο Θεός βοηθός…». Κι έστριψε το αυτοκίνητο προς το λιμάνι.
Σε λίγο βρέθηκε σε φανάρια. Σταμάτησε στο κόκκινο. Μπροστά της ένα μικρό άσπρο αυτοκίνητο με ένα νεαρό ζευγάρι. Ο οδηγός, μακρυμάλλης και ηλιοκαμένος, γύρισε προς τη συνοδηγό του, μια όμορφη κοπέλα με λυτά, ξανθιά μαλλιά. Την κοίταξε με λατρεία και έσκυψε προς το μέρος της. Εκείνη τον κάρφωσε με βλέμμα μεθυστικό, άρπαξε το πρόσωπό του με τα χέρια της και τον τράβηξε στα χείλη της. Άρχισαν να φιλιούνται με πάθος.
…Ένιωθε τα αυτιά της να ζεσταίνονται και τα χέρια της να ιδρώνουν πάνω στο τιμόνι. Τους έβλεπε να κινούνται σε αργή κίνηση καθώς φιλιούνταν και αγγίζονταν και από τη μία ήθελε να κατεβεί και να τους βρίσει, ενώ από την άλλη δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από πάνω τους… Έμεινε στη θέση της. Σε λίγο τους φανταζόταν να κάνουν έρωτα σε κόκκινα σεντόνια, με τα χέρια τους να ταξιδεύουν στα γυμνά τους κορμιά που μπερδεύονταν και πάλλονταν από ηδονή.
…Στο φανάρι άναψε το πορτοκαλί… Έπειτα το πράσινο…Ο οδηγός πίσω της άρχισε να κορνάρει δειλά, μετά επίμονα. Τον ακολούθησαν άλλοι δυο –τρεις.
Εκείνη όχι…
Τα παιδιά ακόμα φιλιούνταν. Προ στιγμής τα χείλη τους απομακρύνθηκαν, κοιτάχτηκαν με χαμόγελο και συνέχισαν το παθιασμένο τους ταξίδι…
«…Το πρώτο τους φιλί θα είναι... Πρέπει να είναι…» σκέφτηκε και χαμογέλασε.
Κι άλλοι οδηγοί άρχισαν να εκνευρίζονται…Εκείνη ακίνητη, με τα χέρια ιδρωμένα να σφίγγουν το τιμόνι κι όλα μπροστά της να κινούνται αργά…
Το φανάρι ξανάγινε κόκκινο. Όλοι οι οδηγοί τώρα πήραν είδηση το τι γινόταν στο μπροστινό αυτοκίνητο και άρχισαν να κορνάρουν επίμονα, να φωνάζουν και να βρίζουν.
Ο εκκωφαντικός θόρυβος επανέφερε τον χρόνο που αντιλαμβανόταν τα πράγματα στην πραγματική του ταχύτητα… Ο νεαρός μπροστά τινάχτηκε απότομα σαν να ξύπνησε από λήθαργο και ξεκίνησε μηχανικά το αυτοκίνητο.
Η ίδια, γύρισε αριστερά από ένστικτο κι ο χρόνος άρχισε και πάλι να επιβραδύνεται…Η  μαύρη νταλίκα που ερχόταν με ταχύτητα δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Κτύπησε με φόρα πάνω στο μικρό άσπρο αυτοκίνητο, που παρασύρθηκε με βία και κτύπησε πάνω στην κολόνα της ΔΕΗ μετωπικά.
…Δεν είδε τα παιδιά που τραντάχτηκαν και έπεσαν με τα μούτρα πάνω στο παρμπρίζ… Δεν είδε το κόκκινο που έβαψε τα χείλη τους… Το μόνο που είδε ήταν το πορτοκαλί κομπολόι από κεχριμπάρι που ήταν κρεμασμένο στο καθρεφτάκι του οδηγού και που πετάχτηκε στον αέρα γυαλίζοντας στον ήλιο μέχρι να πέσει στην άσφαλτο…Μόλις έσπασε σε χίλια κομμάτια, η κανονική ταχύτητα του χρόνου επανήλθε.
…Σιωπή. Μόνο ο γέρος οδηγός της νταλίκας ακουγόταν κι αυτός υπόκωφα,
που, σε κατάσταση υστερίας, τραβούσε τα μαλλιά και τα ρούχα του και καλούσε σε βοήθεια…Έσβησε την μηχανή, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να περπατά αργά, σαν υπνωτισμένη.
Σε λίγο έφτασε στην πολυκατοικία. Ανέβηκε από τις σκάλες αγκομαχώντας και μπήκε στο διαμέρισμα με μάτια κατακόκκινα. Εκείνος ήταν στην ίδια θέση που τον είχε αφήσει.
-…Ήρθες κιόλας;
-……(σιωπή)
-…Έβγαλες βόλτα τη βαλίτσα ε;
-……(σιωπή)
-…Καλωσόρισες…
Πήγε στην κουζίνα. Το φαγητό ήταν στο πιάτο, όπως το είχε αφήσει… Σωριάστηκε στην καρέκλα, άφησε τα χέρια της να πέσουν στο τραπέζι και έβαλε μια μπουκιά στο στόμα της μηχανικά, με το είδωλό της απέναντι να την κοιτάζει, αλλά την ίδια να βλέπει το κενό.

…Φακές με γιαούρτι…. Το γιαούρτι δεν ήταν πια παγωμένο και οι φακές δεν ήταν πια ζεστές. Είχαν αποκτήσει την ίδια ακριβώς θερμοκρασία.…Δωματίου…