Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Το επωαζόμενο «ΓΙΑΤΙ»


Το επωαζόμενο «ΓΙΑΤΙ»

της Ισμήνης Παφίτη
Δημοσιεύτηκε στο http://www.microstory.gr/#why/c1uh3

Περπατούσε δίχως προορισμό…
Βιαστικά, καθώς το μαβί σκοτάδι της νύκτας τόνιζε την πένθιμή του διάθεση.
Ο δρόμος μύριζε βρεγμένη άσφαλτο και χυμένη βενζίνη. Ο αέρας ψυχρός, διαπεραστικός, τον άκουγες να κυνηγάει την ουρά του... Μαζεύτηκε στο γκρίζο του παλτό και έβαλε τα χέρια στις τσέπες…
Ένιωθε το πρόσωπό του να παγώνει και το στομάχι του να σφίγγεται.
Τα μάτια του τον έκαιγαν από την αϋπνία και τους καπνούς των τσιγάρων που ως πριν λίγο τον έζωναν. Βάζοντας τα χέρια του πιο βαθιά στις τσέπες, κάτι έπιασε, ένα χαρτί. Το έβγαλε και τότε θυμήθηκε τί ήταν…Πριν λίγες μέρες καθώς σκότωνε την ώρα του στο διαδίκτυο, είχε πέσει πάνω σε μια ιστοσελίδα με ερασιτέχνες ποιητές. Άρχισε να διαβάζει τα ποιήματα από πλήξη…Ένα από εκείνα, του είχε κάνει εντύπωση. Το είχε τυπώσει και το είχε βάλει στην τσέπη.… Μάλιστα, ένα μέρος του εαυτού του, τον κορόιδευε γι’ αυτό: «Ποίημα;…Πότε διάβασες εσύ ξανά ποίηση;…» Κοντοστάθηκε και βάλθηκε να το διαβάζει:
«…Μέσα στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης,
οι ανθρώπινες ιστορίες ξετυλίγονται σαν φίδια
και επιχειρούν να την πνίξουν.
Οι πόρνες στα βρεγμένα πεζοδρόμια,
πίσω από καπνούς φτηνών τσιγάρων,
που συγκρατούν στα κιτρινισμένα δόντια τους…
…Φορώντας μπαλωμένα δικτυωτά καλσόν
και σκισμένα όνειρα…
Μετανάστες στοιβαγμένοι σε υγρά υπόγεια,
περιμένουν πότε θα πιάσει στεριά το καράβι
από το οποίο δεν κατέβηκαν ποτέ…
…Άνθρωποι συνηθισμένοι παλεύουν με το φόβο
που’ χει τ’ όνομά τους, αλλά ο γιατρός ονόμασε «κρίση άγχους».
Σφίγγουν τα δόντια και πότε-πότε βρίσκουν το θάρρος
να ξεμυτίσουν από την θολούρα που τους σκεπάζει,
με την ψυχή εκτεθειμένη σαν κουτάβι σε κρύο χιόνι.
…Άνθρωποι πολλοί και διάφοροι.
Κουστούμια σιδερωμένα άλλοι,
με ψυχή σιχαμερή σαν γλίτσα κατσαρίδας.
Θα πουλούσαν και την μάνα τους στο διάολο
για μια χούφτα χαρτονομίσματα…
…Αλλού, παιδιά ξεχασμένα, παραπεταμένα.
Περιφέρονται προσπαθώντας να περάσουν απαρατήρητα,
από ένστικτο…
Αν αποτύχουν, η τιμωρία είναι άμεση και αμείλικτη.
….Παντού άνθρωποι τρομαγμένοι…
Δεν το γνωρίζουν ακόμα, αλλά στην ψυχή τους
επωάζεται ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ….»
Ξαναδίπλωσε ευλαβικά τη σελίδα, αναστέναξε και την έβαλε στην τσέπη.
Συνέχισε να περπατά, με πιο αργό ρυθμό τώρα, ενώ είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Από μακριά είδε ένα παγκάκι. Το πλησίασε με κόπο και σχεδόν σωριάστηκε σ’ αυτό… Στο μυαλό του επαναλαμβάνονταν οι 4 τελευταίες λέξεις του ποιήματος, σαν ηχώ: «επωάζεται ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ…., επωάζεται ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ….»
‘Εβαλε τα χέρια στο πρόσωπο και τους αγκώνες στα γόνατα. Κλειστά όπως ήταν τα μάτια του, εικόνες από το παρελθόν άρχισαν να προβάλλονται στο πίσω μέρος των βλεφάρων: η παιδική του ηλικία, γεμάτη βία και παραμέληση, τα μοναχικά εφηβικά του βήματα, οι κακές παρέες που τον στοίχειωναν, οι ερωτικές απογοητεύσεις… Η αξιοπρεπής δουλειά που βρήκε πριν καιρό μόνο για να την χάσει πριν λίγες μέρες, η μοναξιά που τον διαπερνούσε χειρότερα κι απ’ τον αποψινό αέρα…
Σηκώθηκε όταν οι ψιχάλες έγιναν σταγόνες. Δεν αισθανόταν καλά.
Έκανε μερικά βήματα τρεκλίζοντας και ακούμπησε το χέρι στον πρώτο πάσσαλο του ηλεκτρικού ρεύματος που βρήκε μπροστά του, σκύβοντας το κεφάλι και ανασαίνοντας με δυσκολία. Ένα νεαρό ζευγάρι που περνούσε από δίπλα κοντοστάθηκε από περιέργεια, ίσως και από ανησυχία, αλλά σε λίγο ο άντρας τράβηξε την κοπέλα κι έφυγαν…
Εκείνος έσφιξε τα χείλη και άρχισε να κλαίει… Πρώτα σιγανά, βλέποντας το πεζοδρόμιο…Μετά, με αναφιλητά και χτυπώντας τη γροθιά του στον πάσσαλο…Κατόπιν με λυγμούς και βογγητά, κοιτώντας προς τον ουρανό… Δάκρυα και βροχή έγιναν ένα.
Δεν μίλαγε, αλλά το βλέμμα και όλοι οι μύες του προσώπου του σχημάτιζαν μία λέξη…

Το δικό του ΓΙΑΤΙ είχε μόλις γεννηθεί....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου