Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

2x2x12



 Δημοσιεύτηκε και στο : http://www.microstory.gr/#!2x2x12/c11ob 

12 Δεκεμβρίου 1912. Ώρα 8:42…
Από ένα επιβλητικό, τριώροφο κτίριο νεοκλασικής αρχιτεκτονικής  που βρίσκεται στη μέση μιας τεράστιας αυλής, ακούγονται φωνές και κλάματα.
‘’…Πάλι κατούρησες στο στρώμα σου;!....Άχρηστη!...Έλα εδώ!...’’
Ένα κοριτσάκι περίπου 4 χρονών τρέχει ξυπόλητο στο σκούρο παρκέ, κλαίγοντας. Φοράει ένα γαλάζιο, λερωμένο φουστανάκι και τα ξανθά μαλλιά του είναι κοντά. Από πίσω της, μια σωματώδης γυναίκα τρέχει πιο γρήγορα από ότι θα υπολόγιζε κανείς… Με 2 σάλτα φτάνει το παιδί και το τραβάει από τα μαλλιά.

‘’Νόμισες θα μου ξέφευγες ηλίθιο;! Έλα’ δω είπα!...’’ και τη σέρνει με τη βία, ενώ τη σκηνή παρακολουθούν με διάπλατα, τρομοκρατημένα μάτια κι άλλα κοριτσάκια με γαλάζια φορέματα και κοντά μαλλιά.
Η γυναίκα ρίχνει τη μικρή σ’ ένα μικρό μεταλλικό κρεβάτι με άσπρα σκεπάσματα.
‘’Ορίστε!...Να τα κατορθώματά σου! Η γυναίκα ουρλιάζει, τρίβοντας το πρόσωπο του παιδιού πάνω στα λερωμένα ρούχα.
‘’..Εδώ θα κοιμάσαι ως την Κυριακή που θ’ αλλάξεις σεντόνια!....Τί κοιτάτε εσείς;! Θαυμάζετε τη φιλενάδα σας κοκόνες;!...’’
Το κοριτσάκι αρχίζει να τρέμει και να αναπνέει με δυσκολία.  Ένα άλλο κοριτσάκι, λίγο μεγαλύτερο, ψελλίζει: ‘’…Αφήστε την, κυρία, σας παρακαλώ!..’’
‘’Ποια μίλησε;!’’ λέει ουρλιάζοντας η γυναίκα.
Το κοριτσάκι κάνει ένα δειλό βήμα προς τα εμπρός με κατεβασμένο το κεφάλι; ‘’…Εγώ κυρία… Αφήστε την, σας παρακαλώ!...Είναι μικρή, δεν ξέρει…’’
‘’…Ώστε απόκτησε και δικηγόρο το μπάσταρδο;!...’’
Και χωρίς να αφήσει από τα χέρια της το πρώτο κοριτσάκι, αρπάζει από τα μαλλιά και το δεύτερο και τις τραβά μέσα από σκοτεινούς διάδρομους και δωμάτια με πράσινες, βαριές κουρτίνες, κάτω από τις σκάλες…
‘’Ελάτε μαζί μου!....Που θα μου κάνετε και ανταρσία!...’’

12 Δεκεμβρίου 2012.  Ώρα 8:45…
Ένα αυτοκίνητο περνά από την κεντρική πύλη του ίδιου τριώροφου  κτιρίου, όπου υπάρχει μια ετοιμόρροπη, σκουριασμένη πινακίδα:
 ‘’Ορφανοτροφείο Θηλέων’’. Το δρομάκι που οδηγεί στην είσοδο της οικοδομής είναι γεμάτο χόρτα… Το αυτοκίνητο σταματά στην πίσω μεριά, όπου υπάρχει μια πόρτα. Το μόνο που ακούγεται είναι το γαύγισμα ενός σκύλου από μακριά…
Ένας άνδρας βγαίνει από το όχημα και ανοίγει την πόρτα του πορτμπαγκάζ. Βγάζει από μέσα μια μαύρη, μεγάλη βαλίτσα και κουβαλώντας την με δυσκολία, μπαίνει στο εσωτερικό του κτιρίου.
Το σκούρο παρκέ τρίζει κάτω από τα πόδια του, ενώ ο ήλιος πασχίζει να περάσει πίσω από τα σπασμένα τζάμια τις μισοσχισμένες πράσινες κουρτίνες… Πουλιά αρχίζουν να πετούν πάνω από το κεφάλι του, θορυβημένα από την παρουσία του ‘’εισβολέα’’… Ο άνδρας συνεχίζει να περπατά και φθάνει σε ένα μεγάλο, ψηλοτάβανο  δωμάτιο. Εναποθέτει τη βαλίτσα σ’ ένα πάλαι ποτέ κόκκινο, περσικό χαλί και κάθεται πάνω της. Το κοκκαλιάρικο πρόσωπό του συσπάται από την κούραση. Είναι γύρω στα 40, μέτριου ύψους, λεπτός, με καστανά μάτια και καστανά, σγουρά μαλλιά ως τον ώμο.
Ξεκουράζεται για λίγο και μετά σηκώνεται, ανοίγει τη βαλίτσα και βγάζει από μέσα σεντόνια, κουβέρτες, σχοινιά και αλυσίδες. Τα αφήνει σε μια γωνιά, παίρνει τη βαλίτσα και φεύγει.

12 Δεκεμβρίου 1912. Ώρα 10:22…
Τα 2 κοριτσάκια βρίσκονται σ’  ένα μικρό δωμάτιο, με ελάχιστο φως. Είναι καθισμένες στο χωμάτινο δάπεδο, απέναντι από μια μεγάλη σιδερένια πόρτα. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική, μυρίζει μούχλα και υγρασία.
Είναι αγκαλιασμένες και ανασαίνουν γρήγορα.  Η πιο μικρή λέει κλαίγοντας:
-Ελενίτσα, φοβάμαι!...Φοβάμαι πολύ εδώ!...
-Έλα, Σμαραγδούλα, ησύχασε, σε παρακαλώ! Μην κλαις άλλο…
-…Κρυώνω… Θέλω να βγω από’ δω! Φοβάμαι!...Θέλω τη μαμά μου!
-…Τη μαμά σου;… Θυμάσαι τη μαμά σου;
-Ναι, την θυμάμαι!...Ήταν καλή… Με φίλαγε… Μου τραγουδούσε… Θέλω τη μαμά μου!...
-Εγώ δεν τη θυμάμαι… Μπορεί να μην είχα ποτέ μαμά… Τί σου τραγούδαγε;
-…Το ‘’φεγγαράκι’’… Κι άλλα πολλά τραγουδάκια …Ήταν καλή! Όχι όπως την κυρία!...Αυτή είναι κακιά, πολύ κακιά!...Δεν μας αγαπά  τίποτα!...
-‘Έλα, έλα… Σε λίγο θα μας βγάλουν από εδώ…
Και την αγκαλιάζει από το λαιμό.
-Μα, τί είναι αυτό που φοράς; Μενταγιόν;
-Ναι, με τη μαμά μου...Ανοίγει, δες… Μου το έδωσε λίγο πριν πάει στον Χριστούλη… Γιατί πήγε στον Χριστούλη Ελενίτσα;… Εγώ την ήθελα μαζί μου!....Ωχ!.. Νομίζω τα έκανα πάνω μου!....Θα με δείρει, θα με δείρει πάλι!....
-…Ησύχασε, μην κλαις! Θα σε σκουπίσω εγώ…
Και βγάζοντας το φουστανάκι της, πάει να την σκουπίσει.
-…Μα, θα κρυώσεις!
-Μην νοιάζεσαι, καλά θα είμαι! Είμαι πιο μεγάλη σου, αντέχω εγώ….
Και αγκαλιάζοντάς την αρχίζει να τραγουδά: ‘’Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ…’’.


12 Δεκεμβρίου 2012. Ώρα 10:27…
Ο τύπος που ήταν πριν στο παλιό Ορφανοτροφείο, βρίσκεται καθισμένος πάνω σε ένα κρεβάτι με τσαλακωμένα, γλιστερά σεντόνια. Έχει  τα χέρια στο πρόσωπο, τους αγκώνες στα γόνατα και κάτι μουρμουρίζει μέσα απ’ τα δόντια. Βήματα ακούγονται έξω απ’ το δωμάτιο και κάποιος προσπαθεί να ανοίξει την κλειδωμένη πόρτα.
-Σήκω άχρηστε! Δε σου’ πα χθες να πας να μου φέρεις τα φάρμακά μου;… Θες να πεθάνω, αυτό θες;… Άνοιξε!!!!
Ο άνδρας σηκώνεται και ανοίγει. Μια σωματώδης γυναίκα μπαίνει μέσα με πιο μεγάλη ευκινησία από ότι θα υπολόγιζε κανείς…
-…Γραμμένη με έχεις! Όπως τον πατέρα σου!...Μαύρη μου κάνατε τη ζωή κι αυτός κι εσύ από τον καιρό που σε γέννησα!.. Τελείωνε!....Πήγαινε στο φαρμακείο λέμε!!
Εκείνος, βγαίνει βιαστικά από το σπίτι και μπαίνει στο αυτοκίνητο, ενώ η μάνα του συνεχίζει να τον βρίζει.
Οδηγώντας μακριά, μονολογεί:
-Άει-σιχτίρ φάλαινα!...Να πεθάνεις θέλω, το κατάλαβες επιτέλους!.. Τί ώρα πήγε;… Γαμώ το, δεν θα την προλάβω!
Και πατώντας γκάζι, απομακρύνεται… Σε λίγο ελαττώνει ταχύτητα και παρκάρει έξω από ένα σχολείο. Κατεβαίνει και προχωρά πίσω από τους θάμνους της περίφραξης με προσοχή.
‘’Πουν’ την;…’’, μονολογεί, καθώς παρατηρεί τα παιδιά που έχουν βγει διάλειμμα.
‘’…Να την!...Όμορφη σαν νύχτα με πανσέληνο!...Να’ ξερες πόσο σ’ αγαπώ!...Ξέρεις πόσο τυχερή είσαι που κάποιος σ’ αγαπάει τόσο;… Θα το δεις…. Θα το δεις και μόνη σου… Σύντομα…’’
Το κουδούνι κτυπάει και τα παιδιά μπαίνουν στο κτίριο. Εκείνος μπαίνει πάλι στο αυτοκίνητο και ξεκινά. Σε λίγο φτάνει στο φαρμακείο.
-Καλώς τον Ιάκωβο!
-Καλημέρα.
- Τα γνωστά της μητέρας σου;
- Ναι, ναι…
-…Έχεις τη συνταγή;
-Παρ’ την… Δώσε και 2 σιρόπια για το βήχα.
-Πάλι;… Δεν σου πέρασε ακόμα;
Προσποιούμενος ότι βήχει, του αποκρίνεται:
-Βλέπεις να μου πέρασε;
-…Έχεις χάρη που είσαι καλός πελάτης…
-…Ναι, ναι… Βάλε μου κι ένα σπρέι, από αυτό το αναισθητικό, πώς το λένε;
-…Τί το θες το σπρέι;
-Για τη μάνα μου είναι…. Σάλεψε τελείως… Νομίζει πως θα μπουν κλέφτες και θα τη βιάσουν…
- Χαχαχα! Σοβαρά ε;… Πες της να το χρησιμοποιήσει με προσοχή όμως… Μπορεί να φανούν άτυχοι και να μην τους πετύχει!.. Χαχαχα!
-…Θα της το πω…. Γεια.
Ο Ιάκωβος μπαίνει στο αυτοκίνητο και ανοίγει το σιρόπι του βήχα. Ξεκινά την μηχανή και μόλις απομακρύνεται λίγο, το πίνει μονορούφι και πετάει το άδειο μπουκάλι στο πίσω κάθισμα. Σταματά απότομα κάπου και χτυπώντας τα χέρια στο τιμόνι αναφωνεί: ‘’….Δε γαμιέται!...Ας μείνει να ψοφήσει! Εγώ δεν ξαναπάω πίσω!...Σήμερα… Σήμερα αρχίζω νέα ζωή …Σήμερα!...’’

12 Δεκεμβρίου 1912. Ώρα 12:02…
Η Σμαράγδω ξυπνά απότομα και τινάζεται τρομαγμένη. Αρχίζει να κλαίει:
-Ελενίτσα!...Εδώ είμαστε ακόμα!...Πότε θα μας βγάλουν;… Κρυώνω… Διψάω..
Η Ελένη ξυπνάει βήχοντας πολύ άσχημα.
-…Σε λίγο… Σε λίγο Σμαραγδούλα μου. Έλα, ξάπλωσε ακόμα λίγο. Κοιμήσου… Σε παρακαλώ…
-…Φοβάμαι… Θέλω τη μαμά μου!...Μαμά!....
-…. Έλα εδώ στην αγκαλιά μου… Έλα καλή μου...Μη φοβάσαι… Σε λίγο όλα θα τελειώσουν…

12 Δεκεμβρίου 2012.  Ώρα 12:05…
Ο Ιάκωβος είναι στο παλιό Ορφανοτροφείο και τακτοποιεί τα πράγματα που είχε φέρει προηγουμένως… Πλήρης ησυχία…. Το μόνο που ακούγεται είναι το γαύγισμα ενός σκύλου από μακριά…
‘’ Θα πρέπει να της δώσω και κάτι να φάει… Μετά… Μετά που θα γίνουμε ένα…’’
Στρώνει τις κουβέρτες και τα σεντόνια στο πάτωμα, ενώ αρχίζει να γελάει μέσα από τα δόντια του.
‘’Επιτέλους!...Ήρθε η μέρα!’’
Και γελώντας δυνατά αρχίζει να γυρνάει γύρω από τον εαυτό του με ανοικτά τα χέρια. Κάποια στιγμή κάπου σκοντάφτει και πέφτει κάτω. Παρατηρεί το δάπεδο και διακρίνει ένα σιδερένιο χαλκά. Τον σηκώνει και μαζί του σηκώνεται και μέρος του παρκέ. Αποκαλύπτεται μια καταπακτή με σιδερένια σκαλοπάτια.
‘’…Άλλο πάλι και τούτο …’’
Βγάζει από την τσέπη τα κλειδιά του και ανάβοντας το μικρό φανάρι που έχει κρεμασμένο πάνω τους, αρχίζει να κατεβαίνει.
Η σκάλα φαίνεται ατέλειωτη… Τελικά οδηγείται σε ένα σκοτεινό διάδρομο που μοιάζει με αδιέξοδο. Εκεί που νομίζει ότι δεν έχει παρακάτω, μια πόρτα κλείνει πίσω του με εκκωφαντικό κρότο. Η ώρα είναι 12:12…


12 Δεκεμβρίου 2012. Ώρα 13:02…
Ο Ιάκωβος προσπαθεί απελπισμένα να ανοίξει την πόρτα, αλλά μάταια… Δεν έχει ούτε σύρτη, ούτε πόμολο… Το φανάρι αφημένο στο πάτωμα, αρχίζει να σβήνει.  Δάκρυα κυλούν από τα μάτια του και η ανάσα του κτυπά στους υγρούς τοίχους και επιστρέφει στα πνευμόνια του.
‘’Βοήθεια!’’ φωνάζει προς το μοναδικό παράθυρο που βρίσκεται πολλά μέτρα ψηλά και από το οποίο μπαίνει το λιγοστό φως κι αέρας. ‘’Βοήθεια, είμαι εδώ κάτω!...σας παρακαλώ… κάποιος…’’.
Προσπαθεί να σκαρφαλώσει προς τα πάνω, αλλά τα νύχια του κόβονται, ουρλιάζει από τον πόνο.
‘’Δεν αντέχω, βοήθεια!!! Με ακούει κανείς;!!!’’
Ανασαίνοντας γρήγορα και ακανόνιστα, σηκώνει το μικρό φανάρι και φωτίζει το δωμάτιο… Δεν είναι πιο μεγάλο από 2Χ2 μέτρα και ψηλό όσο 4 όροφοι…
Ξαφνικά βλέπει κάτι να γυαλίζει στη γωνία, πάνω από κάτι ρούχα.  Πλησιάζει και το παίρνει στα χέρια του: ένα χρυσό μενταγιόν. Το ανοίγει: μέσα, η φωτογραφία μιας νέας γυναίκας που κρατά στην αγκαλιά της 2 κοριτσάκια με κοντά μαλλιά και γαλάζια φορέματα… Ο ιδρώτας του στάζει πάνω της…
Πατώντας πάνω στα γαλάζια ρούχα αισθάνεται κάτι. Κάτι σκληρό, που το νιώθει να σπάζει κάτω από τα πόδια του. Σκύβει, σηκώνει τα κουρέλια και αντικρίζει  ένα σωρό από κόκκαλα… Μικρά, παιδικά κόκκαλα!...Μερικά έχουν ακόμα κολλημένα πάνω τους, κομμάτια στεγνής σάρκας…
Το μυαλό του αρχίζει να θολώνει, το αίμα του καυτό, ανεβαίνει στο κεφάλι και ψάχνει διέξοδο να βγει, το στομάχι του σφίγγεται, το νιώθει σκληρό σαν πέτρα… Εικόνες από χρόνια πριν, αρχίζουν να παρουσιάζονται μπροστά του: εκείνος, να ψάχνει τα πράγματα της μάνας του για να βρει λεφτά και να βρίσκει κρυμμένο ένα κουτί . Να το ανοίγει και ψάχνοντας τα χαρτιά που έχει μέσα, να βρίσκει το απόκομμα μιας παλιάς  εφημερίδας: ‘’Το Ορφανοτροφείο Θηλέων έκλεισε τις πύλες του περί το 1917, όταν αναφέρθηκαν περίεργες εξαφανίσεις παιδιών. Συγκεκριμένα, υπήρξαν καταγγελίες ότι παιδιά έμπαιναν στο Ορφανοτροφείο και μετά δεν τα ξανάβλεπε κανείς… Οι φήμες και η απόμερή του τοποθεσία, το άφησαν στο έλεος του χρόνου, αφού από τότε που έκλεισε, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να το αξιοποιήσει… ’’
Δίπλα από το άρθρο, μια ομαδική φωτογραφία με τα κορίτσια του Ορφανοτροφείου, ντυμένα στα γαλάζια τους φουστάνια και της διευθύντριάς τους, η οποία μοιάζει εκπληκτικά στη μητέρα του…
….Τα γράμματα κι η φωτογραφία γυρίζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα μπροστά από τα μάτια του… Παρασύρουν το κορμί του, που χτυπά στους τοίχους με δύναμη και απόγνωση…
 Η φωνή του, στριγγιά και απόκοσμη, μοιάζει να βγαίνει κατευθείαν από την ψυχή του: ‘’Βοήθειααααααα!..’’ Ο ήχος ταξιδεύει ως ένα σημείο, αλλά δεν τα καταφέρνει να βγει από το μικρό παράθυρο.
…. Το μόνο που ακούγεται είναι το γαύγισμα ενός σκύλου από μακριά…







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου